- μώλυξ
- μῶλυξ, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Ζακυνθίους) «ἀπαίδευτος».[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶλ-υς «νωθρός» με εκφραστικό επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κόρ-υξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορύσσω — Α 1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.) 2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση κ (πρβλ.… … Dictionary of Greek